«Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.»
Γ. Σεφέρης
Νύχτα γεμάτη λέξεις σαν να μην πρόλαβες να τα πεις όλα τα περασμένα χρόνια. Νύχτα γεμάτη σιωπές για να αφουγκράζεσαι το παραμικρό. Σταθερά τ' αστέρια δε σου χαρίζουν ευχές σήμερα. Και το φεγγάρι εξαφανίστηκε ξαφνικά. Φώτα σε νερά απαλά και κάτι συνειρμοί αποτυχημένοι. Μια σκέψη που διακόπτεται από άλλη και μια αλήθεια ανεπιθύμητη. Ένα κενό... Αποτυπώματα στα δέντρα, τα φανάρια, τα σκαλιά. Γεμάτη η πόλη από δικά μου αποτυπώματα. Τώρα με βλέπω παντού. Στα λεωφορεία, τους δρόμους, στο κάστρο. Αγγίζω με το χέρι μου τα προηγούμενα ίχνη μου. Είναι ακόμη νωπά. Νομίζαμε θα μέναμε πάντα εδώ. Μακρινό έμοιαζε το αύριο.
Στο μεταίχμιο. Μόλις ανοίγεις τα μάτια μετά από ένα όνειρο γλυκό. Στο μεταίχμιο μιας πραγματικότητας που δε θέλω να δεχτώ.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
(Από την Αμοργό του Γκάτσου)