Από μικρή θυμάμαι τους παππούδες μας να αρχίζουν μια ιστορία από τα παιδικά τους χρόνια και κάπου κάπου στο ενδιάμεσο να σταματούν, τάχα για να θυμηθούν. Μα εμείς βλέπαμε τα βουρκωμένα μάτια τους κι αμέσως τους αλλάζαμε συζήτηση. Σκεφτόμασταν πως θα έζησαν δύσκολα χρόνια, όχι σαν αυτά που περιγράφονται ποιητικά στα βιβλία.
Όσο μεγαλώναμε, οι ιστορίες τους έγιναν γνώριμες αλλά δε χορταίναμε να τις ακούμε. Αυτά που διηγούνται έχουν σχέση με τον πόλεμο συνήθως κι όταν εκείνοι λένε πόλεμο εννοούν του '40 και τον εμφύλιο. Όταν μιλάνε για κείνα τα χρόνια, οι διηγήσεις τους δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον καλύτερο συγγραφέα του κόσμου. Οι ιστορίες τους συμπληρώνουν την Ιστορία των βιβλίων. Μπροστά στην αφήγηση της ζωής τους όπου μπλέκονται αναδρομές και παρεκβάσεις, έτσι ώστε κάθε φορά το ίδιο γεγονός να παρουσιάζεται παραλλαγμένο, το μόνο που μας μένει είναι η σιωπή.
Είναι μαγικός ο τρόπος που τις περισσότερες φορές όλες οι συζητήσεις καταλήγουν σε εκείνες τις πονεμένες ιστορίες. Όταν η γιαγιά μου κάνει τις απαραίτητες παύσεις κατά τη διήγηση της δικής ιστορίας, είναι για να προφέρει τη λέξη "τυράγνια". Τελικά, οι ιστορίες των παππούδων μας κλείνουν με την ευχετική φράση "τέτοια χρόνια να μην ξανάρθουν".
Εγώ από την άλλη εύχομαι όταν θα έρθουν πάλι τέτοια χρόνια, να έχουμε τη γενναιότητα των παππούδων μας για να επιζήσουμε. Προς το παρόν σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε τις δικές τους ιστορίες που έχουν να μας διδάξουν πραγματικά ιδανικά.